- προσθοφανής
- προσθο-φᾰνής, ές,A showing in front, Gal.18(1).777.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσθοφανής — ές, Α 1. ο κατά μέτωπο ορώμενος 2. αυτός που φαίνεται από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. περι φανής, τηλε φανής] … Dictionary of Greek
προσθοφανεῖς — προσθοφανής showing in front masc/fem acc pl προσθοφανής showing in front masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)